- φιλομήτορος
- φιλομήτωρloving one's mothermasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλομήτορος — Φιλομήτωρ loving one s mother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομητορία — ἡ, Α [φιλομήτωρ, ορος] η ιδιότητα τού φιλομήτορος … Dictionary of Greek
Αγαθαρχίδης — I (2ος αι. π.Χ.).Ιστορικός, αριστοτελικός φιλόσοφος, γεωγράφος και φυσιοδίφης. Γεννήθηκε στην Κνίδο αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν γραμματέας του Ηρακλείδη Λέμβου, αυλικού του Πτολεμαίου του Φιλομήτορος. Αργότερα, όταν έχασε τη θέση του,… … Dictionary of Greek
Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… … Dictionary of Greek